- ἀράτω
- см. αἴρω
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ἀράτω — Ἄρατος masc nom/voc/acc dual Ἄρατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράτω — ἀ̱ράτω , αἴρω attach aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράτῳ — Ἄρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράτωι — Ἀράτῳ , Ἄρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικεφαλαιώ — ἐπικεφαλαιῶ, όω (Α) [επικεφάλαιος] 1. προσθέτω, επαυξάνω 2. παθ. συγκεντρώνω σ’ ένα κεφάλαιο («ἐπικεφαλαιωθέντα πάντα έσάπαξ άπαιτεῑσθαι», Δίων Κάσσ.) 3. μέσ. ἐπικεφαλαιοῦμαι, όομαι αναφέρω περιληπτικά, συγκεφαλαιώνω («τῶν μέντοι γε Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek
καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek